- ἐνθουσιαστικῶς
- ἐνθουσιαστικόςinspiredadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενθουσιαστικός — ή, ό (AM ἐνθουσιαστικός, ή, όν) αυτός που προκαλεί ή εμπνέει ενθουσιασμό («τὰ μὲν ἠθικά, τὰ δὲ πρακτικὰ τὰ δ ἐνθουσιαστικὰ τιθέντες», Αριστοτ.) αρχ. 1. αυτός που βρίσκεται σε κατάσταση εμπνεύσεως ή ενθουσιασμού, εμπνευσμένος («ἐνθουσιαστική… … Dictionary of Greek